- βόμβῳ
- βόμβοςboomingmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βομβώ — (AM βομβῶ, έω) (για έντομα) 1. παράγω βόμβο 2. βουίζω, σφυρίζω αρχ. 1. κάνω δυνατό θόρυβο, κρότο 2. (για τη θάλασσα) χτυπώ με πάταγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βόμβος ή, κατ άλλους, παράλληλος τ. αυτού] … Dictionary of Greek
βομβῶ — βομβάζω jeer at fut ind act 1st sg (attic epic ionic) βομβέω make a booming noise pres subj act 1st sg (attic epic doric) βομβέω make a booming noise pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόμβος — Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των βομβιδών και της υποτάξης των κλειστογάστρων. Ονομάζονται επίσης ψιθυριστές και μπάμπουρες. Ζουν στην Ευρώπη, την Ασία και σε όλη την Αμερική, σε ετήσιες κοινωνίες, αποτελούμενες από μία βασίλισσα,… … Dictionary of Greek
θρυλώ — (ΑΜ θρυλῶ, έω) (μέσ. παθ.) θρυλούμαι είμαι ή γίνομαι θέμα κοινής συζήτησης, φημολογούμαι, κοινολογούμαι νεοελλ. διαδίδω θρύλους, διασπείρω φήμες, διαλαλώ νεοελλ. μσν. (παθ. ως απρόσ.) θρυλείται θρυλούνται λέγεται λέγονται, διαδίδεται διαδίδονται … Dictionary of Greek
υποβομβώ — έω, Α βομβώ ήρεμα, αναδίδω σιγανό ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βομβῶ (< βόμβος)] … Dictionary of Greek
βομβητής — ο (Α βομβητής) [βομβώ] νεοελλ. 1. μικρόσωμος φρύνος της Ευρώπης και της Δυτικής Ασίας 2. ηλεκτρομαγνητική συσκευή που χρησιμοποιείται στην τηλεγραφία και εκπέμπει χαρακτηριστικό ήχο ο οποίος ερμηνεύεται ως μήνυμα αρχ. αυτός που παράγει βόμβο … Dictionary of Greek
βρομώ — (I) ( άω) (Μ βρομῶ, έω Α βρωμῶ ( έω)) [βρόμος (II), βρώμος (II)] μυρίζω άσχημα, αποπνέω δυσοσμία μσν. νεοελλ. 1. γίνομαι αηδιαστικός 2. προκαλώ αηδία σε κάποιον 3. μεταδίδω δυσοσμία σε κάποιον νεοελλ. 1. σαπίζω, αλλοιώνομαι 2. φρ. α) «το ένα τού… … Dictionary of Greek
βόμβησις — βόμβησις, η (AM) [βομβώ] η βοή … Dictionary of Greek
διαβομβώ — διαβομβῶ ( έω) (Α) 1. βομβώ διά μέσου 2. διαδίδω φήμες … Dictionary of Greek
δονώ — ( έω) (AM δονῶ) 1. πάλλω, τινάσσω, θέτω σε παλμική κίνηση 2. συγκινώ, συγκλονίζω αρχ. 1. παρασύρω («τὰς [ενν. βόας] οἶστρος ἐδόνησεν», Ομ. Ιλ.) 2. διαταράσσω, φοβίζω, εκπλήττω 3. (για έρωτα) εξεγείρω, ταράσσω 4. παθ. ( οῡμαι) περιστρέφομαι 5.… … Dictionary of Greek